- στραβοκέφαλος
- -η, -ο1. άνθρωπος με κεφάλι που δεν έχει κανονικό σχήμα.2. άνθρωπος δύστροπος και ισχυρογνώμονας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στραβοκέφαλος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει ακανόνιστο σχήμα τού κεφαλιού 2. αυτός που κρατάει το κεφάλι λοξά, τού οποίου το κεφάλι αποκλίνει από την κανονική θέση 3. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης, ξεροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + κεφαλή] … Dictionary of Greek
ραιβόκρανος — η, ο / ῥαιβόκρανος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ραιβό, δηλαδή στραμμένο, το κεφάλι του προς τη μία πλευρά, στραβοκέφαλος, στραβολαίμης νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ραιβόκρανο ιατρ. ανωμαλία κατά την οποία η κεφαλή έλκεται προς το ένα πλάγιο και… … Dictionary of Greek
στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… … Dictionary of Greek
στραβοκεφαλιά — η, Ν [στραβοκέφαλος] 1. ισχυρογνωμοσύνη, παράλογη εμμονή σε κάτι 2. ιδιοτροπία, δυστροπία … Dictionary of Greek